Κομεντί γουντιαλενικής κοπής, σπιρτόζικη, αλλά και «προχειροδεμένη», με τον ίδιο τον Γούντι Άλεν να κλέβει την παράσταση ως… ερασιτέχνης προαγωγός.
Τι θα ήταν άραγε αυτή η ταινία χωρίς την παρουσία του Γούντι Άλεν; Ο σπουδαίος κωμικός είχε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια να εμφανιστεί μπροστά από την κάμερα άλλου σκηνοθέτη (από το «Η Γυναίκα μου… Κομμάτια να Γίνει» του Αλφόνσο Αράου ) και να που τώρα μας συστήνεται ως χρεοκοπημένος βιβλιοπώλης με μια φαεινή ιδέα. Να πλασάρει στις γνωριμίες του τον φίλο του Φιοραβάντε ως ζιγκολό, αρχής γενομένης από την παντρεμένη δερματολόγο του δρα Πάρκερ, και να κρατά ως ατζέντης το νόμιμο ποσοστό του. Εξηγώντας με τον νευρωτικό, ατακαδόρικο και αυτοσαρκαστικό τρόπο του στον έκπληκτο Φιοραβάντε πως οι γυναίκες τον βρίσκουν ακαταμάχητα σέξι, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το έχει καταλάβει, ο Άλεν (Μάρεϊ ) παίρνει εξαρχής πάνω του το κωμικό βάρος της ανάλαφρης αυτής φάρσας και το κουβαλά καθ’ όλη τη διάρκειά της με χαρακτηριστική άνεση.
Οι περισσότεροι διάλογοι μοιάζουν να έχουν γραφτεί –ή έστω σουλουπωθεί– από τον ίδιο, ενώ οι διαρκείς σατιρικές βολές στην εβραϊκή πίστη και νοοτροπία κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Σε μια πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη, τη διαφυλετική σύνθεση της οποίας προβάλλει έντονα η ταινία, οι Εβραίοι εισβάλλουν στο κάδρο μέσω της Άβιγκεϊλ, της χήρας ενός φανατικού χασιδιστή και μητέρας έξι παιδιών, στην οποία ο Μάρεϊ πηγαίνει τον γιο της Αφροαμερικανίδας φίλης του για να τον… ξεψειρίσει. Καθώς τη γνωρίζει στον Φιοραβάντε, οι ζωές όλων αρχίζουν να αλλάζουν με αναπάντεχο τρόπο, ανακατεύοντας ραβίνους, αστυνομικούς, ερωτικά τρίγωνα, ακόμη και θρησκευτικά δικαστήρια. Πρόκειται για το ρομαντικό και λιγότερο ευρηματικό μέρος του φιλμ, όπου ο Μάρεϊ περνά μαζί με το γουντιαλενικό χιούμορ στο περιθώριο και μια τρυφερή ερωτική ιστορία ξεκινά, για να ολοκληρωθεί –ευτυχώς!– με το λιγότερο προβλέψιμο τρόπο.
Πηγή: Αθηνόραμα
Τι θα ήταν άραγε αυτή η ταινία χωρίς την παρουσία του Γούντι Άλεν; Ο σπουδαίος κωμικός είχε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια να εμφανιστεί μπροστά από την κάμερα άλλου σκηνοθέτη (από το «Η Γυναίκα μου… Κομμάτια να Γίνει» του Αλφόνσο Αράου ) και να που τώρα μας συστήνεται ως χρεοκοπημένος βιβλιοπώλης με μια φαεινή ιδέα. Να πλασάρει στις γνωριμίες του τον φίλο του Φιοραβάντε ως ζιγκολό, αρχής γενομένης από την παντρεμένη δερματολόγο του δρα Πάρκερ, και να κρατά ως ατζέντης το νόμιμο ποσοστό του. Εξηγώντας με τον νευρωτικό, ατακαδόρικο και αυτοσαρκαστικό τρόπο του στον έκπληκτο Φιοραβάντε πως οι γυναίκες τον βρίσκουν ακαταμάχητα σέξι, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το έχει καταλάβει, ο Άλεν (Μάρεϊ ) παίρνει εξαρχής πάνω του το κωμικό βάρος της ανάλαφρης αυτής φάρσας και το κουβαλά καθ’ όλη τη διάρκειά της με χαρακτηριστική άνεση.
Οι περισσότεροι διάλογοι μοιάζουν να έχουν γραφτεί –ή έστω σουλουπωθεί– από τον ίδιο, ενώ οι διαρκείς σατιρικές βολές στην εβραϊκή πίστη και νοοτροπία κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Σε μια πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη, τη διαφυλετική σύνθεση της οποίας προβάλλει έντονα η ταινία, οι Εβραίοι εισβάλλουν στο κάδρο μέσω της Άβιγκεϊλ, της χήρας ενός φανατικού χασιδιστή και μητέρας έξι παιδιών, στην οποία ο Μάρεϊ πηγαίνει τον γιο της Αφροαμερικανίδας φίλης του για να τον… ξεψειρίσει. Καθώς τη γνωρίζει στον Φιοραβάντε, οι ζωές όλων αρχίζουν να αλλάζουν με αναπάντεχο τρόπο, ανακατεύοντας ραβίνους, αστυνομικούς, ερωτικά τρίγωνα, ακόμη και θρησκευτικά δικαστήρια. Πρόκειται για το ρομαντικό και λιγότερο ευρηματικό μέρος του φιλμ, όπου ο Μάρεϊ περνά μαζί με το γουντιαλενικό χιούμορ στο περιθώριο και μια τρυφερή ερωτική ιστορία ξεκινά, για να ολοκληρωθεί –ευτυχώς!– με το λιγότερο προβλέψιμο τρόπο.
Πηγή: Αθηνόραμα
Ιρίνα Σάντου